- φακώδης
- -ῶδες, Α [φακός]φακοφόρος*, φακᾱς*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φακώδης — lentil coloured masc/fem acc pl (attic epic doric) φακώδης lentil coloured masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φακώδης lentil coloured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακῶδες — φακώδης lentil coloured masc/fem voc sg φακώδης lentil coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακώδεις — φακώδης lentil coloured masc/fem acc pl φακώδης lentil coloured masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
υποφακώδης — ῶδες, Α αυτός που έχει περίπου το χρώμα τής φακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φακώδης «αυτός που έχει το χρώμα τής φακής» (< φακός «φακή»)] … Dictionary of Greek